- δορατισμος
- δορατισμόςδορᾰτισμόςὅ метание копий (с той и другой стороны), перестрелка
(ἦν δὲ δ. τὸ πρῶτον, εἶτ΄ ἐν χεροῖν γενόμενοι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἦν δὲ δ. τὸ πρῶτον, εἶτ΄ ἐν χεροῖν γενόμενοι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δορατισμός — δορατισμός, ο (Α) μάχη με δόρατα … Dictionary of Greek
δορατισμός — fighting with spears masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορατισμῶν — δορατισμός fighting with spears masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορατισμόν — δορατισμός fighting with spears masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek